αντεξαγωγή

αντεξαγωγή
η (Α ἀντεξαγωγή)
νεοελλ.
εξαγωγή προϊόντων για να επιτευχθεί ισοζύγιο εισαγωγών εξαγωγών
αρχ.
αντίθεση, αντιπαράταξη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”